Μετά την τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους και στο Πεντάγωνο, την 11η Σεπτεμβρίου 2001, ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων των ΗΠΑ βίωσαν συναισθήματα φόβου, αγωνίας, κατάθλιψης και αϋπνίας. Τα ίδια ακριβώς συναισθήματα ένιωσαν και οι κάτοικοι της Μαδρίτης (2004) και του Λονδίνου (2005), ύστερα από τα εκεί φρικιαστικά τρομοκρατικά χτυπήματα (διαδοχικές βομβιστικές επιθέσεις). Ποικίλες έρευνες κατέδειξαν ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί ανένηψαν σε 6 και πλέον μήνες μετά την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου. Τα ως άνω τρομοκρατικά χτυπήματα είχαν πετύχει τον αντικειμενικό τους στόχο, ήτοι να προκαλέσουν συμπτώματα φόβου και οδύνης σε μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες.
Οι συναισθηματικές αυτές αντιδράσεις των ομάδων, αν και εφήμερες τις περισσότερες φορές, δυνητικά προκαλούν βραχυχρόνιες και μακροχρόνιες συμπεριφορικές αντιδράσεις έναντι των τρομοκρατικών επιθέσεων, αλλά και σε κάθε είδους φυσική ή τεχνητή καταστροφή, πχ τσουνάμι, νόσος πουλερικών, πανδημία covid-19, ατμοσφαιρική ρύπανση στις πόλεις. Τέτοιου είδους αντιδράσεις δύνανται να εκδηλωθούν με την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, την ελαττωμένη εργασιακή απόδοση, τη μείωση ή την έλλειψη εμπιστοσύνης προς την ίδια την κυβέρνηση και την κοινωνία, κλπ. Μελέτες έχουν, επίσης, δείξει ότι είναι αδιάφορο εάν κάποιος παρίσταται στον τόπο της επίθεσης. Η αμεσότητα και η υψηλή διεισδυτικότητα των «media» διασφαλίζει το γεγονός ότι μια πολύ μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, μέσα από την επανειλημμένη έκθεση σε τρομακτικές εικόνες και αναφορές, θα εμφανίσει ψυχολογικά συμπτώματα.
Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να αναλύσει την έννοια «RESILIENCE» και να προκαλέσει τροφή για γόνιμο προβληματισμό, σκέψη και συζήτηση πάνω σε εννοιολογικές αναφορές και μεθοδολογικά εργαλεία, τα οποία χρησιμεύουν, αξιοποιούνται και συμπληρώνουν τη Διαχείριση Κρίσεων και Κινδύνων, από συμβατικές ή υβριδικού χαρακτήρα απειλές. Αξίζει να σημειωθεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ έχουν ήδη εντάξει τον όρο «RESILIENCE» στο πολιτικό τους λεξιλόγιο, έχουν προχωρήσει σε νομοθετικές προτάσεις, έχουν υλοποιήσει συναφείς δικτυακούς τόπους, έχουν διεξαγάγει σχετικές μελέτες και έχουν συστήσει συναφή πανεπιστημιακά τμήματα για την περαιτέρω κατανόηση του ως άνω όρου.
Ο όρος αυτός, εάν προέρχεται από τη μηχανική στερεών σωμάτων και σχετίζεται με την αντοχή του υλικού σε πιέσεις παραμόρφωσης και σημαίνει «δυσθραυστότητα – συνεκτικότητα», στο δικό μας πλαίσιο ορίζεται σαν την «ανθεκτικότητα – προσαρμοστικότητα» ενός συστήματος (κοινωνία, ομάδα, άτομο, κλπ) να διατηρήσει τη δομή και τη λειτουργία του, παρά τις πιέσεις και προσπάθειες περί του αντιθέτου. Σύμφωνα με το βρετανικό Νομοσχέδιο Πολιτικής Προστασίας (UK Cabinet Office / Draft Civil Contingencies Bill), με την καλλιέργεια της «ανθεκτικότητας – προσαρμοστικότητας» μειώνεται η πιθανότητα εμφάνισης και διόγκωσης κρίσεων και κινδύνων, γίνεται πιο ικανοποιητική και αποτελεσματική η αντίδραση, άμα τη εμφανίσει των, καθώς και σχεδιάζεται η δημιουργία τέτοιων θεσμών και δομών, που θα εκμηδενίσουν τα όποια προβλήματα προκαλέσουν.
Η αντίδραση μιας κοινωνίας σε μία κρίση δεν είναι συνάρτηση μόνο της φύσης της κρίσης, ούτε και του αίτιου πρόκλησης αυτής. Υπάρχουν πολιτιστικές και κοινωνικές διαστάσεις, οι οποίες φωτίζουν τις διαφορετικές και ποικίλες συμπεριφορές των κοινωνιών σε διαφορετικές εποχές και συνθήκες. Οι περίοδοι ανωμαλίας σηματοδοτούν διαφορετικούς τρόπους αντίδρασης, για συγκεκριμένες κοινωνίες, χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν κατ’ ανάγκη μόνο αντικειμενικοί δείκτες, όπως τα οικονομικά κόστη και η ανθρώπινη ζωή. Συγκεκριμένα, μια επιφανειακή εποπτεία και γνώση των πολιτιστικών δεσμών, εκ μέρους των αρμόδιων φορέων, αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα στον σχεδιασμό και την υλοποίηση βημάτων αντίδρασης για την αντιμετώπιση τρομοκρατικών επιθέσεων και άλλων φυσικών ή τεχνολογικών καταστροφών.
Η αντιμετώπιση και αντίδραση του μέσου ανθρώπου, υπό συνθήκες πίεσης, στις κρίσεις και τους κινδύνους επικαθορίζεται από την υφέρπουσα πίστη και τα πιστεύω του, παρά τις συγκεκριμένες πτυχές του συγκεκριμένου περιστατικού. Σημειωτέον δε, ότι η υφέρπουσα πίστη και τα πιστεύω σχηματίζονται και μορφοποιούνται σε πολύ μεγάλο βάθος χρόνου, και για αυτό τείνουν να είναι εξαιρετικά αδρανή ως προς την αλλαγή. Από την άλλη πλευρά, η τυπική διαδικασία χειρισμού κρίσεων και κινδύνων απαιτεί των παραγκωνισμό του κοινού έξω από την ευαίσθητη ζώνη, και την ανάληψη της πλήρης διαχείρισης από επαγγελματίες ειδικούς. Στην πραγματικότητα, αρνούμαστε από το κοινό να αναμιχθεί, να δώσει λύσεις και να αναλάβει τις ευθύνες που του αναλογούν σε στιγμές έντασης.
Εδώ, κρίνεται χρήσιμο να παρατεθούν κάποια παραδείγματα. Μετά την επίθεση με το νευροτοξικό αέριο «σαρίν» στο Μετρό του Τόκιο, το 1995, τα θύματα διακομίστηκαν στα νοσοκομεία με ιδιωτικά οχήματα. Πολίτες έδρασαν, πριν ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός διαχείρισης κρίσεων και κινδύνων, και παρά τον κίνδυνο να πολλαπλασιαστούν τα θύματα (δεδομένου ότι η επίθεση έγινε με θανατηφόρο χημικό μέσο). Ένα παρόμοιο σενάριο εξελίχθηκε και σε ένα δημοτικό σχολείο στη ρωσική κωμόπολη Μπεσλάν, το 2004, όπου τα θύματα της ομηρίας και της επίθεσης διακομίστηκαν στα νοσοκομεία με ιδιωτικά μέσα, ένεκα της έλλειψης προετοιμασίας των αρχών. Υπάρχουν δε περιπτώσεις όπου το θεσμοθετημένο σχέδιο αντίδρασης λειτουργεί ως τροχοπέδη στις προσπάθειες αποκατάστασης της κρίσης, όπως μετά την τρομοκρατική επίθεση στο Μπαλί της Ινδονησίας, το 2002, όπου οι αρχές καθυστέρησαν και προωθούσαν τα θύματα σε νοσοκομεία χωρίς τις κατάλληλες υποδομές.
Συναφώς, η πρακτική της απομάκρυνσης του κοινού και ο εν γένει χειρισμός του, σαν εμπόδιο για την ορθή διαχείριση της κρίσης, αν και φαίνεται επαγγελματική και ενδεδειγμένη, στην πραγματικότητα είναι αντιπαραγωγική και δεν κατορθώνει να εκμεταλλευτεί τους ισχυρότατους κοινωνικούς δεσμούς και τις συμπεριφορές, που σαφώς αναδεικνύονται σε τέτοιες δύσκολες στιγμές.
Σε συνθήκες κρίσεων και κινδύνων συμβαίνει το εξής παράδοξο: αν και καταστρέφεται το φυσικό και οικονομικό κεφάλαιο, παρουσιάζεται η μοναδική ευκαιρία (αν και εξαιρετικά άτυχη) να ενεργοποιηθεί και να ενδυναμωθεί το ανθρώπινο κεφάλαιο, το οποίο αποτελεί εξαιρετικό δείκτη κοινωνικής συνοχής. Η έρευνα στη συμπεριφορική αντίδραση, υπό συνθήκες κρίσεων και κινδύνων, δεικνύει ότι οι άνθρωποι παρουσιάζουν δείγματα αγαστής συνεργασίας και συγκέντρωσης. Αυτό είναι κάτι, το οποίο οι διαμορφωτές πολιτικής πρέπει να ενθαρρύνουν και να αναπτύξουν, παρά να υποβιβάσουν και υποβαθμίσουν.
Αντίστροφα, το να εκτοπίσεις το κοινό σε δευτερεύοντα ρόλο στη σκηνή του συμβάντος, τη στιγμή μάλιστα που τις περισσότερες φορές, μέσω του κοινού, αναδύονται οι πρώτοι μάρτυρες, και το να αντικαταστήσεις το κοινό από εξαιρετικά προηγμένες τεχνολογικές λύσεις, αποτελεί παίγνιο μηδενικού αθροίσματος. Η πρόσκτηση και αξιοποίηση εξοπλισμού, ικανού να ανιχνεύσει χημικές και βιολογικές ουσίες, να παράσχει καλύτερες και περισσότερες πληροφορίες, καθώς και να επιστατεί κρίσιμες υποδομές, λειτουργεί μεν αποτρεπτικά ως προς την έξωθεν απειλή, όμως αποτυγχάνει στο να εκμεταλλευτεί τους εσωτερικούς κοινωνικούς δεσμούς. Επιπλέον, η υπερβολική χρήση τέτοιων μεθόδων, δύναται να προκαλέσει τα αντίθετα αποτελέσματα, ήτοι συναισθήματα κοινωνικής υποψίας και έλλειμμα εμπιστοσύνης.
Εν κατακλείδι, μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, μεγάλη συζήτηση έχει ανοίξει γύρω από την έννοια της «ανθεκτικότητας», ήτοι της ικανότητας της αντίστασης και της υπερνίκησης τέτοιων συνθηκών, ικανών να διαταράξουν μια ομαλότητα – κανονικότητα. Ειδικά στο ΝΑΤΟ υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για να προβλεφθούν πιθανές αδυναμίες – τρωτότητες της Συμμαχίας και να αντιμετωπιστούν δεόντως οι επαπειλούμενες αντιξοότητες. Η συζήτηση αυτή οδηγεί στην ανάγκη για επένδυση στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας της κοινωνίας και την αύξηση της ετοιμότητας για αποτελεσματική αντίδραση, προς διασφάλιση της καλύτερης και γρηγορότερης ανάκαμψης και αποκατάστασης μετά την καταστροφή. Επιπροσθέτως, συμπληρώνει το πλαίσιο της ολιστικής προσέγγισης στη διαδικασία Διαχείρισης Κρίσεων και Κινδύνων, η οποία, μέχρι τώρα, νοείται ως επιπλέον επενδύσεις σε εξειδικευμένους εξοπλισμούς και επακόλουθες εκπαιδεύσεις, σε τεχνολογικές εξελίξεις, νέες νομολογίες, νομοθεσίες και υπολογιστικά μοντέλα.
Ωστόσο, εκτιμάται ότι η έννοια «RESILIENCE» έχει και ποιοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία την διακρίνουν από τα υπόλοιπα εργαλεία της δημόσιας πολιτικής για την ασφάλεια, και τα οποία ενδεχομένως χρήζουν περαιτέρω έρευνας από τους αρμόδιους φορείς, όπως το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και Εθνικής Αμύνης, έχοντας ως φωτεινό παράδειγμα την ορθή αντιμετώπιση της κρίσης που εκδηλώθηκε στον Έβρο, το 2020, όπου η Ελλάδα έδειξε ισχυρούς μηχανισμούς ανθεκτικότητας, έναντι της τουρκικής απόπειρας για αποσταθεροποίηση στο εσωτερικό μας, με «εργαλείο» το μεταναστευτικό.
Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΟΜΩΝ, ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΠΟΡΩΝ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΑΜΥΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ.
Σμήναρχος (Ι) Αθανάσιος Μπινιάρης
Τμηματάρχης Ανάπτυξης Μέσων ΓΕΕΘΑ / Ε4 (Διεύθυνση Πολιτικής Πληροφοριών)
Άγγελος Γιουβρέκας
Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου – Εκπαιδευτικός